Οι οικογένειες των Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων που ζούσαν περιοδικά στην περιοχή της Αναβύσσου, ήταν οι άνθρωποι που μαζί με τους Φωκιανούς πρόσφυγες “έχτισαν” την Παλαιά Φώκαια Αττικής.
Οι Μακροδημητραίοι, οι Παπαγιάννηδες, οι Τσούνηδες… Άνθρωποι που υπέταξαν τη νομαδική φύση της φυλής τους και στέριωσαν στη γη της Αναβύσσου!
Για τους Σαρακατσάνους…
Κείμενο του Βασίλη Παναγιώτη Τσούνη – Αντιπροέδρου της Κοινότητας Παλαιάς Φώκαιας
Οι προ’ιτοι Έλληνες
Οι επιστήμονες που καταγράφουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πληθυσμού μέσα στον χρόνο και μελετάνε την καταγωγή λένε ότι τους θεωρούν «τον αρχαιότερο λαό της Ευρώπης».
Κατά τον ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό “ο ηπειρώτικος τύπος των Σαρακατσάνων υπάρχει όσο και ο συγχρόνος άνθρωπος στην Ευρώπη, ο λεγόμενος HomoSapiens, δηλαδή πάνω από 40.000 χρονιά’. Οι Σαρακατσάνοι θεωρούνται οι πρώτοι “Έλληνες” που έζησαν στον ελλαδικό χώρο, εγκαταστημένοι κυρίως στον ορεινό όγκο της Πίνδου, από όπου και εξαπλώθηκαν σε όλη την ηπειρώτικη Ελλάδα και στα Βαλκάνια.
Ο Όμηρος αναφερόμενος στους νομάδες που υπήρχαν στην προκλασική Ελλάδα λέει πως “ζούσαν το καλοκαίρι στην Ήπειρο και τον χειμώνα στην πεδιάδα που διασχίζει ο Τιθαρείσιος ποταμός”, δηλαδή στην Θεσσαλία. Οι Σαρακατσάνοι της πρωτοχάλκινης εποχής είναι “αυτοί που πρώτοι κατέχουν και μιλούν την ελληνική γλώσσα και την διαδίδουν με τις μετακινήσεις τους”. Μονόγλωσσους τους αποκαλούν ο Τριανταφυλλίδης και η Χατζημιχάλης.
Στο ιδίωμα τους διασώζονται αρχαίες ελληνικές λέξεις όπως: «σαλαγώ» (βάζω σε κίνηση, την αναφέρει ο Πλούταρχος), «σκαπετώ» (αφανίζομαι πρβλ. αρχαία λέξη σκάπετος), το «φριτζάτο» (απόσκιο, το χαγιάτι της καλύβας τους) είναι λέξη βυζαντινή. Επίσης ο Γεωργακάς θεωρεί ότι η λέξη «τάτας» (πατέρας) μπορεί να αποδοθεί στο αντίστοιχο ομηρικό «άττα».
Αν λάβει κανείς υπόψη τη νομαδική ζωή τους και την ενδογαμία, “κατά κανόνα δεν παντρεύονται παρά μόνο μεταξύ τους”, (Γ. Καββαδίας) που μέχρι πρόσφατα ίσχυε στις κοινωνίες τους, δικαίως μπορεί να θεωρούνται “η πιο κοντινή προς τους αρχαίους Έλληνες φυλή“, ενώ ίσως ο χώρος στον οποίο έζησαν από την Παλαιολιθική ακόμη εποχή να είναι “η περιοχή στην οποία σχηματίστηκε η ελληνική γλώσσά’.
“Από την Πόλη…”
Με την ετυμολογία της λέξης Σαρακατσάνος ασχολήθηκαν πολλοί επιστήμονες. Ο Π. Αραβαντινός, ο Ν. Βέης και άλλοι υποστήριξαν ότι προέρχεται από το “Σακαρέτσι”, κωμόπολη του Βάλτου της Αιτωλίας. Ο Δ. Συράκης από την ελληνική λέξη «Παρακατσάνος», γείτονας των Κατσάνων της Ηπείρου. Ο I. Λαμπρίδης και ο Κ. Κρυστάλλης από τις λέξεις Καρά και Κατσάν (ο μαύρος φυγάς), ο Hoeg από τις λέξεις Συράκο και Κατσάνοι, ο Γεωργακάς από Καρά και Κατσάνοι, ή από Σαρίκα και Κατσάνος, (σαρίκα είναι η χοντρή κάπα που φορούν οι Σαρακατσάνοι).
Η πιο οικία σε εμένα πηγή, η Παράδοση, δίνει την δική της ερμηνεία. “Όταν χάθηκε η Πόλη έπεσε πένθος βαρύ, οι πρόγονοί μας μαυροφόρεσαν και βγήκαν στα βουνά να γλιτώσουν από την καταπίεση των Τούρκων που τους ονόμασαν SertKatsani, αυτοί που δραπέτευσαν στην κορυφή”.
Η Πόλη και ο τελευταίος Αυτοκράτορας τραγουδήθηκαν ιδιαίτερα από τους Σαρακατσάνους. Να τι λέει ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά τραγούδια:
” Πέρα ψηλά στον Όλυμπο, στον Αι-Λια στη ράχη, κάθετ’ αητός δικέφαλος, κάθεται στο προσήλιο, κρατούσε και στα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι. Κι άλλος αητός που διάβαινε τον εκαλημερίζει:
– Μπράτιμέ μ’ τίνος είν’ αυτό το μαύρο κεφάλι
Και το τηράς παράλυα και χύνεις μαύρα δάκρυα;
– Βλάμη μ’ τώρα που με ρώτησες θα σου το μαρτυρήσω. Εψές προψές που διάβαινα της Πόλης τα μπουγάζια είδα την Πόλη τούρκεψε, Τούρκοι διαβαίνουν μέσα,
Και τον δικό μας βασιλιά κομμένο το κεφάλι, Κομμένο και το πέταξαν εκεί σε μια κολώνα, Τούρκοι το τρουί’ρίζανε, και το περιγελούσαν… Ξάμωσα με τα νύχια μου, ξάμωσα και το πήρα…”
Για τον τόπο καταγωγής των Σαρακατσάνων διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες.
Ο Ο. Σαράντης παρατηρεί: “ …οι Σαρακατσάνοι, γέννημα θρέμμα των βουνών πληθαίνοντας στα βουνά των Άγραφων και της Ρούμελης, όπου είναι η κοιτίδα τους, αναγκάσθηκαν να ξεχυθούν στους κάμπους για να επιβιώσουν οι ίδιοι και τα ποίμνια τους”. Ο Γεωργακάς αναφέρει ότι σήμερα οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι βρίσκονται στο Γράμμο, στο Πάπιγκο, στο Μιτσικέλι, στον Τόμαρο, στα Τζουμέρκα, στο Περιστέρι (Λάκμονας) κ.α. και ξεχειμωνιάζουν στις πεδιάδες Πρέβεζας, Άρτας, φιλιππιάδας, ως την Αιτωλοακαρνανία (Βάλτο, Ξηρόμερο).
Οι Σαρακατσάνοι σε αντίθεση με τους βλαχόφωνους κτηνοτρόφους είναι κατεσπαρμένοι σε όλη την Ελλάδα, εκτός από την Κρήτη, τα Επτάνησα, τις Κυκλάδες και τις Σποράδες.
Η κοινωνική ζωή των Σαρακατσάνων είναι βασισμένη στα τσελιγκάτα, με τους τσελιγκάδες στο ρολό του αφέντη, του προστάτη, του προύχοντα, του διαχειριστή αλλά και του δικαστή. Αξιοπρόσεκτη είναι η αισθητική τους που την βλέπουμε στις φορεσιές με το συμβολικό διάκοσμο (η παλαιότερη αντρική φορεσιά των Σαρακατσάνων είναι περίπου όμοια με την εθνική ελληνική φορεσιά) στα υφαντά, στα χειροτεχνήματα, στα χρηστικά σκεύη και στην κατασκευή της αξιοθαύμαστης λειτουργικά σαρακατσάνικης καλύβας. Οι Σαρακατσάνοι ανέπτυξαν έναν υψηλής στάθμης πολιτισμό με ήθη, έθιμα, χορούς, τραγούδια, κοινωνικές συνήθειες και δοξασίες κοντά στις αντίστοιχες αρχαιοελληνικές.
Εθνική ανεξαρτησία!
Οι Σαρακατσάνοι είναι ένας γνήσιος ελληνικός κτηνοτροφικός πληθυσμός, όχι μόνο γιατί μιλούν ελληνικά, αλλά γιατί σκέπτονται και αισθάνονται ελληνικά. Στις καλύβες τους έβρισκαν καταφύγιο οι αρματολοί και οι κλέφτες. Στους αγώνες για την ανεξαρτησία διακρίθηκαν για την ανδρεία τους.
Ο Σ. Γρανίτσας έχει γράψει: “ …η ράτσα αυτή (των Σαρακατσάνων) έδωκεν εις την τουρκοκρατούμενην Ελλάδα τον Κατσαντώνην, τον Λεπενιώτην, τον Στούρναρην, τον Χασιώτην, τον Λιακατάν, τον Τσιόγκαν, τον Δίπλαν και χίλιους άλλους τουρκομάχους, επί πλέον δε, διέσωσε την ελληνική κτηνοτροφία κατά το Εικοσιένα”. Την εποχή του Αλή Πάσα έγιναν οι μεγάλοι διωγμοί των Κλεφτών μα και των Σαρακατσάνων. Οι διωγμοί αυτοί ανάγκασαν τους Σαρακατσάνους να φύγουν από την κοιτίδα τους τ’ Άγραφα, διαλέγοντας για χειμαδιά μέρη όπου ο χειμώνας ήταν ήπιος και ξεκαλοκαίριαζαν σε βουνά με πλούσια λιβάδια μέσα στα σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ένας μεγάλος αριθμός Σαρακατσάνων το καλοκαίρι ανέβαινε στον Αίμο και το χειμώνα κατέβαινε στα παράλια της Θράκης μεταφέροντας την ίδια παράδοση και τα ίδια βιώματα. Όταν άρχισαν να σχηματίζονται τα εθνικά κράτη στα Βαλκάνια πολλές οικογένειες Σαρακατσάνων βρέθηκαν εγκλωβισμένες μέσα σε αυτά.
Το επίσημο ελληνικό κράτος για πολλά χρόνια αγνοούσε την ύπαρξη τους, ή τους θεωρούσε αφομοιωμένους στα κράτη που έμεναν. Αυτοί όμως συνέχιζαν το νομαδικό τρόπο ζωής, δεν είχαν καμία επαφή με τους ντόπιους πληθυσμούς και παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους για να μην αφομοιωθούν. Ζούσαν αυτόνομοι, είχαν τα δικά τους «εσναφικά δικαστήρια» και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.
Είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς αυτούς τους Σαρακατσάνους που δεν έχουν πατήσει ποτέ ελληνικό χώμα να ξεδιπλώνουν τον φλάμπουρα και να χορεύουν τραγουδώντας με το στόμα και να μιλάνε για τα Άγραφα, τον Κατσαντώνη και τα παλικάρια του και τον τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
” Νάμουν πουλί να πέταγα τ’ αψήλου, να πέταγα και νάβγαινα στης Σίπκας το Μπαλκάν.
Για νάβγαινα ν’αγνάντευα τα έρμα Δαρδανέλλια, πώς αρμενίζουν τ’ άρμενα, πώς πλέουν τα καράβια. Ξήντα καράβια τούρκικα, κι ξήντα δύο Ρωμέικα, και πιάστηκαν στον πόλεμο, τριες τέσσερις μερούλες. Και νίκησαν τα τούρκικα και πήραν τα Ρωμέικα, κι η φραγκοκόρη χούιαξε ‘πο μέσα απ’ το καράβι, – Που είσε συ βρε βασιλιά, πούσαι βρε Κωνσταντίνε, κι αυτός μόν’ αρματώνονταν… “
Ενδεικτικό του τρόπου σκέψης αυτών των Σαρακατσάνων είναι το απόσπασμα του σημειώματος της Κωνσταντίνας Κούτρα, νηπιαγωγού από την Σίπκα Βουλγαρίας,
“Η λατρεία προς την Ελλάδα, τη «Γρεκιά» μας… Μέσα στην οικογένεια μου αυτό το αίσθημα ήταν τόσο φυσικό, ίσως σαν την αγάπη που νιώθει κάθε άνθρωπος για την μητέρα του…”
Οι Σαρακατσάνοι στην Ανάβυσσο
Οι Σαρακατσάνοι ανυπότακτοι, ελεύθεροι σαν τα πουλιά πήγαιναν από τόπο σε τόπο όπου υπήρχαν καλές βοσκές. Μερικές οικογένειες Σαρακατσάνων ξεκαλοκαίριαζαν στα πλούσια λιβάδια της Πάρνηθας και στη γιορτή του «Αη Δημήτρη» ξεκινούσαν για τα χειμαδιά, διαλέγοντας μέρη με ήπιο χειμώνα σαν και το χειμώνα στη γη της Αναβύσσου.
Στη μνήμη των προγόνων μου
Β. Π. Τσούνης