Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΛΙΤΑΝΕΙΑ ολοένα πλησιάζει. Το σύννεφο η σκόνη μακραίνει πιο πολύ μες στην πυκνή ατμόσφαιρα. Σιγά ‐ σιγά εξοικειώνεται, δένεται μαζί της και χάνεται μέσα της, με την ικανότητα της προσαρμογής που έχουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Όμως, κάτω απ' το σύννεφο η εξοικείωση δεν είναι εύκολη. Ένα κοπάδι γυναίκες, παιδιά και γέροντες βογκούν δυνατά, κυνηγημένοι απ' τον ήλιο, απ' τη στέρηση και απ' την εξάντληση του δρόμου. Στα πρόσωπα ο ίδρος, ζυμωμένος με τη σκόνη, στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλητοι, κι όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή έναν μπόγο.
—Αχ! Που μας στέλνουν να ζήσουμε! Που μας στέλνουν! τσίριζε δυνατά μια γυναίκα. Εδώ είναι έρημος! Έρημος!
Τότε οι άλλες γυναίκες, με το σύνθημα το δοσμένο απ' τη μια, άρχισαν να ολολύζουν, όλες μαζί, και να καταριούνται τη μοίρα τους.
—Θα πεθάνουμε σ' αυτό τον άγριο τόπο! Θα πεθάνουμε, εμείς και τα παιδιά μας! Θα πεθάνουμε!
Οι άντρες κ' οι γέροι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πολεμήσουν τον πανικό. Καθένας πολεμούσε να ησυχάσει την πλαϊνή του γυναίκα, τη γυναίκα του, τη μητέρα του. Μα η απελπισία έτρεχε μες στον πηχτόν αγέρα, δύναμη γόνιμη σαν τη γύρη.
—Τίποτα!... ολόλυζαν. Τίποτα δε θα μας γλυτώσει! Εδώ θα μείνουμε!...
Φώναζαν για ένα δέντρο. Να ήταν ένα δέντρο να ξαποστάσουν κάτω απ' τον ίσκιο του. Μα σ' όλη την άπλα του μικρού κάμπου μια γραμμή καν δε φαινόταν στυλωμένη κατά τον ουρανό. Μαύριζε μονάχα ο τόπος απ' τα σκίνα, που πάνω τους έτρεμε ο ήλιος.
Το μαρτύριο του νερού ήρθε, τότε, στη δύσκολη ώρα. Όταν ξεκίνησαν απ' τα Καλύβια, το τελευταίο κατοικημένο μέρος της περιοχής, τους είχαν πει πως στο μονοπάτι απάνω θα βρουν δυο πηγάδια. Κ' ύστερα, κοντά στη θάλασσα, θα βρουν άλλο ένα. Είχαν βρει το πρώτο, ξεδίψασαν, και πήγαιναν για το άλλο. Η προσδοκία του μέρευε τη φοβερή δίψα, κ' επειδή ήταν μια προσδοκία, μέρευε λίγο την καρδιά τους με φως.
Όταν, απ' την εμπροσθοφυλακή τους, τους πρώτους που βαδίζαν, ήρθε το άγγελμα:
—Είναι ξερό! Το πηγάδι είναι ξερό!
Τότε, αδύναμοι πια να χτυπηθούν με τη μοίρα τους, καθήσαν όλοι μονομιάς καταγής, και το σύννεφο που σήκωναν τα ματωμένα ποδάρια σταμάτησε απάνω τους. Ένα βαρύ μουκανητό πέρασε μέσα απ' το κίτρινο τούτο πέπλο και προσπάθησε ν' ανέβει στο Θεό.
—Τι φταίξαμε! φωνάζανε. Τι φταίξαμε!
Φωνάζαν. Ύστερα, σιγά, η φωνή τους αδυνάτισε, ίσαμε που έσβησε σε χαμηλά βογκητά.
Τότε ακούστηκαν τα βήματα ενός συντρόφου τους, που είχε πάει μπροστά μονάχος και τώρα γύριζε πίσω φωνάζοντας:
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Η θάλασσα!
Η θάλασσα! Που ήταν, λοιπόν, η θάλασσα! Ο πεσμένος όγκος σάλεψε μονομιάς σαν κύμα. Η ζεστή εικόνα το ανατάραξε, κ' ύστερα το κίνησε ορμητικά, με τη φοβερή δύναμη που έχουν οι λέξεις.
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! φώναζαν οι άντρες. Λίγο κουράγιο ακόμα! Φτάνουμε στη θάλασσα!
Το σύννεφο, που είχε χαμηλώσει απάνω τους, έκαμε πάλι πανιά και κίνησε πάλι μαζί τους, ουράνιο πλοίο. Τρέχαν χαμηλά, στρίψαν ένα μικρό ύψωμα, όταν νέα φωνή, πιο ζεστή και πιο άγρια, σηκώθηκε να διαλυθεί μες στη σκόνη:
—Το αλάτι! Το αλάτι! Κοιτάξτε λοιπόν κει κάτω!
Οι άσπρες κολόνες των αλυκών, ακίνητο και ανέκφραστο μνημείο, παίζαν με τη σιωπή του βάθους και με το φως. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο ακίνητο και πιο ανέκφραστο από αυτό στο ξερό τοπίο.
Όμως για τους ανθρώπους τούτους οι κολόνες γίνονταν μονομιάς μαγεία, πλέαν πάνω στο κύμα και στα βουνά, πέρα, κατά τη μακρινή πατρίδα, εκεί όπου ίδιες κολόνες άσπριζαν, ίδιες σαν αυτές εδώ.
Ήταν ένα ξαφνικό ανασάλεμα της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ' την εφέστια γη.
—Ας είσαι βλογημένος! φώναζαν στο Θεό. Τουλάχιστο είναι αυτό εκεί, — και δείχναν το αλάτι.
ΟΙ ΚΑΛΥΒΕΣ των Φωκιανών σιγά ‐ σιγά άρχισαν να ψηλώνουν. Το χώμα είχε πολύν άμμο, όμως πιο καλό δε βρισκόταν. Μ' αυτό κάναν πλίθους. Στην αρχή δυσκολεύτηκαν πολύ από νερό, γιατί ήταν φόβος το μοναδικό πηγάδι που βρισκόταν να μην έσωνε να τους δώσει μήτε το νερό που ήταν χρήσιμο για τη ζωή τους. Το παίρναν με οικονομία. Από τότε όμως που δυο ‐ τρεις Φωκιανοί βρήκαν νερό κι άνοιξαν τρία πηγάδια, στο μέρος που ο καθένας είχε διαλέξει για το καλύβι του, πέρασε κι αυτός ο φόβος. "Είναι η ίδια φλέβα που κλαδώνεται κάτω απ' τη γη", είχε πει ο γερο ‐ Ματθαίος, ένας σεβάσμιος γέροντας, τελευταίος κληρονόμος του προνόμιου της πανάρχαιης παράδοσης των ραβδοσκόπων, που είχε η φαμίλια του στην πατρίδα τους, να μαντεύουν το μέρος που είχε νερό.
Ήταν μια δύναμη υπερφυσική και σκοτεινή, που επιβαλλόταν στους απλούς τούτους ανθρώπους σαν υπαγόρευση του ουρανού.
Την άλλη μέρα κιόλας σαν ήρθαν στην Ανάβυσσο, ο γερο ‐ Ματθαίος κοίταξε από που έβγαινε ο ήλιος. Είχε μια νύφη με τα δυο παιδιά της. Ο γιος του είχε μείνει αιχμάλωτος στην Ανατολή.
—Να σε βαστάξω, πατέρα, είπε η νύφη, και τον έστησε καταπρόσωπο στον ήλιο.
Τότε ο γέρος έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, ύστερα γονάτισε κ' έκαμε τρεις μετάνιες, φιλώντας τη γη και προσευχόμενος. Ύστερα σηκώθηκε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να περπατά αργά, σα να έψαυε, σιωπηλός, αποτραβηγμένος στον εαυτό του. Από πίσω τον ακολουθούσαν η νύφη και τα εγγόνια του. Κάπου ‐ κάπου σταματούσε, σήκωνε το ραβδί του με τρόπο που να μην αγγίζει τη γη, κ'
έμενε εκεί, με τα μάτια του στηλωμένα επίμονα στο χώμα, περιμένοντας τη μυστηριακή απόκριση του νερού που έτρεχε, σκοτεινά, στα έγκατα. Δεν έβρισκε, και πάλι προχωρούσε.
Τέλος, κάποτε, σταμάτησε οριστικά.
Το χέρι που βαστούσε το ραβδί άρχισε να τρέμει αλαφρά. Στο σεβάσμιο πρόσωπο περιχύθηκε, τότε, ανεπαίσθητη ωχρότητα. Ήταν φανερό πόσο όλες οι δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο ίδιο σημείο. Τα χείλη του κινήθηκαν.
—Εδώ, είπε.
Και χτύπησε τη γη με το ραβδί του.
Βρήκαν τη φλέβα σε είκοσι μέτρα βάθος. Έσκαψε το πιο πολύ η νύφη του ραβδοσκόπου, μια γερή, μελαχρινή, δυστυχισμένη νέα γυναίκα. Βοήθησε κ' ένας συγγενής τους, μα το πιο πολύ βάρος έπεσε στη γυναίκα. Ήταν σκληρή δουλειά. Γι' αυτό, βγαίνοντας απ' το μεγάλο λάκκο, που ολοένα βάθαινε, μουσκεμένη στον ίδρο, έπεφτε καταγής ξεσπώντας σε αναφιλητά.
—Αχ, γιατί να μείνει! έλεγε, κ' έκλαιγε για τον άντρα της που άφησε στην Ανατολή. Τι θ' απογίνουμε!
Τι θ' απογίνουμε!
Ο γερο ‐ ραβδοσκόπος άπλωνε τότε τα χέρια του, ώσπου να βρει το κορμί της, και τότε τη χάδευε στο κεφάλι.
—Σώπα, κόρη μου, έλεγε. Να δεις που θα 'ρθει, κι όλα θα σιάξουν τότες.