Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6635
Η Φώκαια αναφέρεται μεταξύ των πόλεων της επαρχίας της Ασίας στο Συνέκδημο του Ιεροκλή (6ος αιώνας). Οι αφηγηματικές πηγές της Μέσης Βυζαντινής εποχής, οπότε η Φώκαια υπήχθη στο θέμα Θρακησίων, φαίνεται γενικά να την αγνοούν, εκτός από δύο περιπτώσεις: α) Κατά τον Σκυλίτζη, το 977 ο Θεόδωρος Καραντινός κατανίκησε στα ύδατα της Φώκαιας το στόλο του επαναστάτη Βάρδα Σκληρού. β) Στα τέλη του 11ου αιώνα η Φώκαια υπέστη τις συνέπειες της διείσδυσης των Σελτζούκων Τούρκων και η Άννα Κομνηνή παρέχει την πληροφορία ότι ο εμίρης της Σμύρνης Τζαχάς έθεσε την πόλη υπό την εξουσία του. Το γεγονός χρονολογείται περίπου στο 1088/9.
Η Φώκαια βρισκόταν στα δυτικά παράλια της επαρχίας Ασίας, μεταξύ Σμύρνης και Κύμης. Συνδεόταν με δρόμους με την Πέργαμο και τη Σμύρνη. Η πρόσβαση από το βορρά προς την πεδιάδα του Μεμανιωμένου και τη Σμύρνη γινόταν μέσω Φώκαιας. Εξαιτίας της θέσης της υπήρξε σημαντικό λιμάνι που χρησιμοποιήθηκε κατά την Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή εποχή κυρίως ως ενδιάμεσος σταθμός από πλοία που ταξίδευαν προς την Ανατολή κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών. Μάλιστα εμφανίζεται ως λιμάνι-σταθμός σε ρωσικά σταδιοδρομικά. Ο Πιρί Ρεΐς (16ος αιώνας) δίνει μια καλή περιγραφή των ακτών της Φώκαιας και των λιμανιών της. Η σημασία της Φώκαιας ως λιμανιού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι Βενετοί έμποροι απέκτησαν σε αυτή δικαιώματα άσκησης ελεύθερου εμπορίου το 1082, με το πρώτο χρυσόβουλλο που παραχωρήθηκε στους Βενετούς. Η Φώκαια αναφέρεται και στο σχετικό χρυσόβουλλο του 1148, αλλά παραλείπεται στο χρυσόβουλλο του 1198 καθώς και στην Partitio Romaniae(1204). Έτσι, μολονότι η Φώκαια φαίνεται να είχε σημασία ως λιμάνι για τους ίδιους τους Βυζαντινούς ώστε να τη συμπεριλάβουν στα πρώτα χρυσόβουλλα, είχε περιορισμένη σημασία για τους Ιταλούς εμπόρους. Η έλλειψη πηγαϊκών δεδομένων δεν βοηθά στην περαιτέρω διερεύνηση του εμπορικού ρόλου της Φώκαιας κατά την εποχή αυτή.
Η σημασία της Φώκαιας αυξάνεται το 13ο αιώνα μετά την ενίσχυση της θέσης των Γενουατών στην αυτοκρατορία με τη συνθήκη του Νυμφαίου (1261). Οι Γενουάτες έμποροι δεν απέκτησαν δική τους συνοικία στην πόλη της Φώκαιας, αλλά ο Γενουάτης Μανουέλε Ζακαρία (Zaccaria) απέκτησε, έναντι της καταβολής ετήσιου χρηματικού αντιτίμου, το αποκλειστικό δικαίωμα της εκμετάλλευσης των φυσικών αποθεμάτων στυπτηρίας που υπήρχαν στην περιοχή. Το γεγονός τοποθετείται μετά το 1261 και πριν από το 1268. Η παραχώρηση του μονοπωλίου της στυπτηρίας σε Γενουάτες είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του εμπορικού ανταγωνισμού μεταξύ Βενετίας και Γένουας, που οδήγησε σε σφοδρή αντιπαράθεση των δύο δυνάμεων στο Αιγαίο. To 1296 η Φώκαια καταστράφηκε από το στόλο του Βενετού Ruggero Morosini στα πλαίσια βενετογενουατικού πολέμου. Το 1302 η Φώκαια υπέστη νέα επιδρομή από τους Βενετούς. Ωστόσο οι Ζακαρία συνέχισαν να ελέγχουν την πόλη και μάλιστα την υπεράσπισαν κατά των Οθωμανών. Μάλιστα κατά τον Παχυμέρη, το 1303/4, όταν ολόκληρη η δυτική Μικρά Ασία είχε κατακλυστεί από τους Οθωμανούς, μόνο οι πόλεις που βρίσκονταν υπό τους Γενουάτες παρέμεναν ασφαλείς. Εξαιτίας της εγγύτητας της Φώκαιας με τη Χίο, οι Ζακαρία ζήτησαν και έλαβαν το νησί, το οποίο τους παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο(1304). Η Χίος προορίστηκε, λόγω της θέσης της, να προστατεύει τη Φώκαια από τους πειρατές. Στα πλαίσια διαμάχης μεταξύ των κληρονόμων των Ζακαρία, η Φώκαια λεηλατήθηκε από την ΚΑταλανική Εταιρία (26 Μαρτίου 1307) και στη συνέχεια πέρασε στην ηγεμονία της οικογένειας των Κατανέο (Cattaneo) (πιθανώς γύρω στο 1314).
Η ιστορία της Φώκαιας στο εξής συνδέεται στενά με την τύχη της Χίου και αποτελεί ακανθώδες ζήτημα στις βυζαντινογενουατικές σχέσεις. Ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος(1328-1341) ανέκτησε τη Χίο το 1329 και κατόπιν έγινε δεκτός με τιμές στη Φώκαια, όπου έμεινε λίγες μέρες. Όπως φαίνεται από τη σχετική διήγηση στην Ιστορία του Ιωάννη Καντακουζηνού, μετέπειτα Ιωάννη ΣΤ΄ (1347-1354), ο Ανδρόνικος Γ’ επικαλέστηκε δικαιώματα επικυριαρχίας στη Φώκαια. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος πολιόρκησε τη Φώκαια επειδή ο Γενουάτης Ντομένικο Κατανέο είχε επιτεθεί στη Λέσβο. Στην πολιορκία βοήθησαν Τουρκομάνοι των εμιράτων του Σαρουχάν και του Αϊδινίου, που υφίσταντο κάθε χρόνο τις επιδρομές των Γενουατών στα εδάφη τους. Στα πλαίσια των επιχειρήσεων αυτών υπεγράφη η συνθήκη της Ερυθραίας μεταξύ των Βυζαντινών και του εμιράτου του Αϊδινίου (1335). Κατόπιν τούτων η Φώκαια συνθηκολόγησε το χειμώνα του 1335/6. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, οι Γενουάτες παρέμειναν να κυβερνούν την πόλη. Ωστόσο το 1340, ενώ απουσίαζε από την πόλη ο Ντομένικο Κατανέο, οι κάτοικοι της Φώκαιας εξεγέρθηκαν, δολοφόνησαν τους Γενουάτες που βρίσκονταν μέσα στην πόλη και διακήρυξαν την πίστη τους στον αυτοκράτορα.
Κατά τη διάρκεια του β’ εμφύλιου πολέμου (1341-1347), η Χίος και η Φώκαια επανήλθαν σε γενουατική κυριαρχία υπό τον Γενουάτη Simone Vignoso (Σεπτέμβριος 1346), ο οποίος διόρισε τον Τζυβό κυβερνήτη της Φώκαιας. Με τη συνθήκη του 1346 απαγορεύτηκε σε μέλη της οικογένειας των Ζακαρία και των Κατανέο να έχουν οποιοδήποτε αξίωμα στην πόλη, να διαμένουν σε αυτή ή να αντλούν εισοδήματα. Την οικονομική εκμετάλλευση της Χίου, της παλαιάς και της Νέας Φώκαιας διατήρησε η λεγόμενη εταιρεία Mahone (Μαόνα) της Χίου, που σύστησαν οι πιστωτές της Πολιτείας της Γένουας. Το διακανονισμό αυτό δεν ήταν εύκολο να τον ανεχθεί ούτε ο βυζαντινός πληθυσμός των περιοχών αυτών ούτε ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός (1347-1354). Έτσι ο Τζυβός προσπάθησε με βοήθεια από τον Ιωάννη ΣΤ’ να ανακαταλάβει τη Χίο, αλλά απέτυχε (1349). Ο πληθυσμός εντέλει παρέδωσε την πόλη στον Ιωάννη ΣΤ’ , ο οποίος διόρισε κυβερνήτη τον Λέοντα Καλόθετο, που συνέχισε να κυβερνά την πόλη τουλάχιστον μέχρι το 1363.
Την περίοδο αυτή ο βυζαντινός πληθυσμός της πόλης είχε επιδοθεί στην πειρατεία και μάλιστα συνέλαβε τον μικρότερο γιο του σουλτάνου Ορχάν, στον Αστακηνό κόλπο της Νικομήδειας, τον οποίο εξαγόρασε έναντι υπέρογκων λύτρων ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄Παλαιολόγος (1356/7). Η ανάμειξη της Γένουας στη διαμάχη μεταξύ του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου (1341-1391) και του γιου του, του Ανδρονίκου Δ΄ Παλαιολόγου (1376-1379), είχε ως αποτέλεσμα οι Βενετοί να προσπαθήσουν να αποσπάσουν τη Φώκαια από τους Γενουάτες (1378). Στην ταραγμένη εποχή που ακολούθησε τον β’ εμφύλιο πόλεμο η Mahone διατήρησε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της στυπτηρίας . Κατά την περίοδο αυτή, η Φώκαια φαίνεται ότι βρισκόταν υπό τη διοίκηση ενός Γενουάτη podesta (που είχε επίσης τη διοίκηση της Χίου και της Νέας Φώκαιας, της επέκτασης κατ’ ουσίαν της πόλης της Φώκαιας), και ενός καστελάνου, ο οποίος με το διορισμό του ορκιζόταν ότι θα κυβερνούσε εκ μέρους των μετόχων της «Μαόνας» και ουδέποτε θα παρέδιδε το κάστρο στην κοινότητα, δεσμευόταν μάλιστα με αστική ρήτρα. Η παλαιά Φώκαια κατελήφθη από τον Francesco Gattilusi, ηγεμόνα της Λέσβου, το 1402. Η πόλη της Φώκαιας κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1455.
Τα μεταλλεία στυπτηρίας της Φώκαιας βρίσκονταν στους λόφους στα ανατολικά της πόλης. Η ποιότητα του μεταλλεύματος, που χρησίμευε στη βαφή υφασμάτων, ήταν η καλύτερη που υπήρχε εκτός της περιοχής του Εύξεινου Πόντου. Οι Ζακαρία φρόντισαν για την ανέγερση δαπανηρών εγκαταστάσεων για την επεξεργασία του προϊόντος. Το 1307 κατοικούσαν στη Φώκαια περίπου 3.000 άνθρωποι (γηγενής πληθυσμός) που ασχολούνταν με την εξόρυξη του μεταλλεύματος. Οι Ζακαρία προσέλκυσαν για το σκοπό αυτό και μεγάλο αριθμό ανθρώπων ιταλικής καταγωγής, που προήλθαν είτε από την ίδια τη Γένουα είτε από την εμπορική τους παροικία στο Πέραν. Μαρτυρούνται ναυτικοί, καλαφάτες, γραφείς, καθώς και ένας γιατρός. Τα κέρδη των Ζακαρία αυξήθηκαν τόσο ώστε μπόρεσαν να χτίσουν έναν νέο οικισμό στην περιοχή, που ονομάστηκε Νέα Φώκαια και το όνομά του παραμένει το ίδιο ακόμα και σήμερα (Yenı Foca). Η νέα Φώκαια προορίστηκε για να στεγάσει τον πληθυσμό που ασχολούνταν κυρίως με την εξόρυξη. Σε αυτήν διέμεινε για κάποιο διάστημα και ο ιστοριογράφος Μιχαήλ Δούκας (15ος αιώνας).
Εκτός από τη στυπτηρία, η Γένουα εισήγε από τη Φώκαια μεγάλες ποσότητες σιτηρών (που μάλιστα μαζί με τις εισαγωγές από τις άλλες ανατολικές παροικίες της έφθανε στο 77% των προμηθειών της Γένουας σε σιτηρά). Ως λιμάνι, η Φώκαια έγινε ενδιάμεσος σταθμός για τη διακίνηση του εμπορίου της μαστίχας που εξαγόταν από τη Χίο.